οίμος

οίμος
οἶμος, ὁ και ἡ και οἷμος, ὁ (Α)
1. δρόμος, οδός, ατραπός («τὸν αὐτὸν οἶμον... πορευόμενοι», Πλάτ.)
2. λωρίδα, γραμμή («δέκα οἴμοι ἔσαν μέλανος κυάνιο, δώδεκα δὲ χρυσοῑο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο», Ομ. Ιλ.)
3. μέρος χώρας, λωρίδα γης, χώρα
4. μτφ. (για άσμα) η μελωδία, ο ήχος, το μέλος («φοίβου δὲ λύρης εὖ εἰδότας οἴμους», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. οἶμος / οἶμος μαρτυρείται και με δασεία, γεγονός που εμποδίζει να αναχθεί σε *oimo- (πρβλ. εἶμι «έρχομαι» και αρχ. ινδ. eman- «πορεία, βάδισμα»). Πολλοί θεωρούν ότι η λ. πρέπει να αναχθεί σε *oi-smo και να συνδεθεί με λιθουαν. eismē «κίνηση, βάδισμα». Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε *Fοῖμος από ρίζα *wei- (πρβλ. εἴσομαι και ἵεμαι), ενώ κατ' άλλους η λ. συνδέεται με τον επίσης αβέβαιης ετυμολ. τ. οἱρών*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οἶμος — way masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἷμος — way fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἵμοις — οἷμος way fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἵμου — οἷμος way fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἵμους — οἷμος way fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶμοι — οἶμος way masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶμον — οἶμος way masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἷμον — οἷμος way fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίμη — οἴμη, ἡ (Α) 1. άσμα, τραγούδι, ωδή («οἴμας Μοῡσ ἐδίδαξε», Ομ. Οδ.) 2. η ικανότητα να τραγουδά κάποιος («θεὸς δὲ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν», Ομ. Οδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «οἴμη λόγος, ἱστορία». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη,… …   Dictionary of Greek

  • προοίμιο — το / προοίμιον, ΝΜΑ, και αττ. τ. φροίμιον Α 1. εισαγωγικό μέλος σε ευρύτερη μουσική σύνθεση, προανάκρουσμα (α. «ἁγησιχόρων... προοιμίων ἀμβολάς», Πίνδ. β. «... ἐν τοῑς ἔπεσι τοῑσδε, ἅ ἐστιν ἐκ προοιμίου Ἀπόλλωνος», Θουκ.) 2. πρόλογος, εισαγωγή (« …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”